λόγια

λόγια
τα (Μ λόγια)
1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι
2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» — κοντολογίς
β) «χάνω τα λόγια μου» — μάταια προσπαθώ να πείσω
νεοελλ.
φρ. α) «κακά λόγια» — αισχρολογίες, βωμολοχίες
β) «καλά λόγια» — επαινετικοί λόγοι
γ) «μεγάλα λόγια» ή «παχιά λόγια» — πομπώδεις εκφράσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, μεγαλοστομίες
δ) «μπερδεύω τα λόγια μου» ή «χάνω τα λόγια μου» — μπερδεύω τις λέξεις, παθαίνω γλωσσοδέτη
ε) «με άλλα λόγια» — δηλαδή
στ) «άλλα λόγια» — ας αλλάξουμε θέμα συζήτησης
ζ) «λόγια μετρημένα» — λίγες και συνετές κουβέντες
η) «λόγια τού αέρα» ή «λόγια τής καραβάνας»
i) ανοησίες, αερολογίες, φληναφήματα
ii) υποσχέσεις που δεν τηρούνται
θ) «λόγια τώ(ν) λογιώ(ν)» — κουβέντες ασήμαντες, φλυαρία χωρίς νόημα
ι) «είμαι όλο λόγια» — υπόσχομαι πολλά και δεν κάνω τίποτε
ια) «είμαι μόνο λόγια» — παρουσιάζομαι ως τολμηρός, χωρίς να τό αποδεικνύω έμπρακτα
ιβ) «μασώ τα λόγια μου» — αποφεύγω να μιλήσω για κάτι, δεν υπόσχομαι, δεν μιλώ ξεκάθαρα
ιγ) «παίρνω λόγια» — αποσπώ μυστικά από κάποιον
ιδ) «με δικά μου λόγια» — χρησιμοποιώντας δικές μου εκφράσεις
ιε) «δεν παίρνω από λόγια»
i) δεν πείθομαι
ii) δεν συμμορφώνομαι, δεν υπακούω
ιστ) «βάζω λόγια» — διαδίδω συκοφαντίες για να προκαλέσω έχθρες
ιζ) «ήλθαμε σε (δύο) λόγια» — φιλονικήσαμε, λογομαχήσαμε
ιη) «λόγια τού κόσμου» — αβάσιμες φήμες, συνήθως δυσφημιστικές
ιθ) «δεν μού αρέσουν τα λόγια» — αποφεύγω τις αντεγκλήσεις ή τα κουτσομπολιά ή τις δυσφημήσεις
κ) «από τα λόγια ήλθαν στα χέρια» — πρώτα λογομάχησαν και κατόπιν συνεπλάκησαν
κα) «κρύβε λόγια» — μην αποκαλύπτεις στους άλλους τα μυστικά σου
κβ) «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια» — είναι ακατάλληλος ο χρόνος για πολλές κουβέντες
κγ) «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» — αποφεύγεις τη συζήτηση αλλάζοντας θέμα
κδ) «δεν έχω λόγια να σ' ευχαριστήσω» ή «δεν βρίσκω λόγια να σ' ευχαριστήσω» — νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτό που μού έκανες
3. παροιμ. α) «χίλια λόγια ένα άσπρο» — η φλυαρία είναι μάταιη, δεν έχει καμιά αξία
β) «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» — λέγεται για φλύαρο που μιλάει συνεχώς, αλλά όχι επί τής ουσίας
γ) «με τα λόγια κτίζω ανώγια και κατώγια» — είναι εύκολο να λέω επιπόλαια κάτι, αλλά δύσκολο να τό πραγματοποιήσω
μσν.
φρ. α) «δέκα λόγια» — οι δέκα εντολές
β) «μέ λόγια» — θεωρητικά, υποθετικά
γ) «μπαίνω εἰς λόγια»
i) διχογνωμώ, φιλονικώ
ii) μιλώ, συζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ξεκίνησε ως πληθυντικός τού λόγ-ιον*, πιθ. από φράσεις όπως «λόγια Κυρίου» ή «λόγια Θεού», που από τη σημασία «ρητά» (βλ. λ. λόγιον) έφθασαν να σημαίνουν απλώς «λόγοι». Βαθμηδόν εξελίχθηκε ως ένα είδος λέξης «μόνο κατά πληθυντικό» (pluralia tantum), που χρησιμεύει ως β', παράλληλος τύπος πληθυντικού τού λόγος, ήτοι λόγος —λόγοι / λόγια (πρβλ. και βράχος - βράχοι / βράχια, χρόνος - χρόνοι / χρόνια κ.λπ.). Τέτοια ουσιαστικά χαρακτηρίζονται ως «διπλότυπα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λογία — λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λογίᾱ , λογία fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίᾳ — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογίαι , λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογία — λογία, ἡ (Α) βλ. λογεία …   Dictionary of Greek

  • λόγια — τα πληθ. του ουσ. ο λόγος 1. αυτά που λέει κάποιος, οι κουβέντες: Μου μίλησε με γλυκά λόγια. 2. φρ. «Λόγια παχιά ή λόγια του αέρα», καυχησιολογήματα, αερολογίες· «Είσαι μόνο λόγια», δεν πραγματοποιείς τις υποσχέσεις σου· «Μασάει τα λόγια του»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • λόγια — λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίας — λογίᾱς , λόγιος of fem acc pl λογίᾱς , λόγιος of fem gen sg (attic doric aeolic) λογίᾱς , λογία fem acc pl λογίᾱς , λογία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίαι — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίαν — λογίᾱν , λόγιος of fem acc sg (attic doric aeolic) λογίᾱν , λογία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγι' — λόγια , λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγια , λόγιος of neut nom/voc/acc pl λόγιε , λόγιος of masc voc sg λόγιαι , λόγιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”